- ἰσογαίους
- ἰσόγαιοςof equal height in relation to the landmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόγαιος — ἰσόγαιος, ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, ων και επιγρ. ἰσόγειως, ων (ΑΜ) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.) 2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος… … Dictionary of Greek